Αθήνα, 11.12.2012
Τα οικοσυστήματα προσφέρουν υπηρεσίες στις ανθρώπινες κοινωνίες
Σημαντικές ευκαιρίες απασχόλησης και ανάπτυξης βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων αλλά και υπηρεσίες τις οποίες τα οικοσυστήματα προσφέρουν στις ανθρώπινες κοινωνίες –υποτιμημένες ως τώρα – αναδεικνύονται από σύγχρονες μελέτες. Ιδιαίτερα στην εποχή της κρίσης, η προστασία και διαχείριση των φυσικών περιοχών και η προστασία της βιοποικιλότητας αποκτούν μεγαλύτερη αξία. Έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος “χρηματοδότηση περιοχών Natura 2000”[1] τονίζει ότι σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις η ροή των παροχών από το χερσαίο δίκτυο Natura 2000 είναι της τάξης των 200 έως 300 δις Ευρώ/ έτος – ή 2-3% του ΑΕΠ της ΕΕ, ενώ το κόστος του είναι μόλις € 5,8 δις / έτος.
Αυτό ήταν το κεντρικό συμπέρασμα της ημερίδας με θέμα «Προστατευόμενες περιοχές και πράσινη απασχόληση» που διοργάνωσε στις Βρυξέλλες, ο Νίκος Χρυσόγελος ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων/Ομάδα των Πράσινων στο Ευρωκοινοβούλιο. Συμμετείχαν εκπρόσωποι Φορέων Διαχείρισης Περιβάλλοντος, πανεπιστημιακοί, περιβαλλοντολόγοι, εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ειδικοί σε θέματα διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών. Η προστασία και διαχείριση φυσικών περιοχών και η αποκατάσταση της βιοποικιλότητας είναι στις προτεραιότητες των ευρωπαϊκών πολιτικών συνοχής, περιφερειακής ανάπτυξης, αλιείας και της θαλάσσιας στρατηγικής, με σημαντικά ποσά να προορίζονται να κατευθυνθούν την επόμενη προγραμματική περίοδο 2014-2020 σε αυτούς τους τομείς.
Στην ημερίδα παρουσιάστηκε το θεσμικό πλαίσιο για τις προστατευόμενες περιοχές στην Ευρώπη αλλά και τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία, η εθνική εφαρμογή του δικτύου προστατευόμενων περιοχών στην Ελλάδα, η αξία και τα οικονομικά οφέλη των προστατευόμενων περιοχών καθώς και καλές πρακτικές από την ΕΕ σε ότι αφορά στις προστατευόμενες περιοχές με έμφαση στην ανάπτυξη της Πράσινης οικονομίας- απασχόλησης.
Ο Νίκος Χρυσόγελος δήλωσε:
«Τα οικοσυστήματα προσφέρουν υπηρεσίες που έχουμε υποτιμήσει. Σήμερα τα στατιστικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η προστασία της βιοποικιλότητας είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη της Πράσινης οικονομίας και της δημιουργίας θέσεων εργασίας καθώς επίσης βασική προϋπόθεση για την οικολογικά και κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη».
Για το θέμα μίλησαν επίσης οι:
- Przemyslaw Oginski, Ευρωπαϊκή Επιτροπή (διαβάστε την παρουσίαση εδώ)
- Δέσποινα Βώκου Καθηγήτρια Βιολογίας ΑΠΘ, πρόεδρος της επιτροπής Φύση 2000 (διαβάστε την παρουσίαση εδώ)
- Κώστας Παπακωνσταντίνου, Περιφερειακός σύμβουλος Δ. Ελλάδας (διαβάστε την παρουσίαση εδώ)
- Ιόλη Χριστοπούλου WWF-Ελλάς (διαβάστε την παρουσίαση εδώ)
- Patrick Ten Brink, Institute for European Environmental Policy (IEEP) (διαβάστε την παρουσίαση εδώ)
- Ignace Shops, μέλος ΔΣ της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Πάρκων / EUROPARC Federation και διευθυντής του εθνικού πάρκου Hoge Kempen National Park, Βέλγιο
- Nicole Nowicki, δίκτυο Eurosite (διαβάστε την παρουσίαση εδώ).
Με αφορμή την εκδήλωση, παρουσιάστηκε δημόσια η εμπεριστατωμένη μελέτη “Προστασία περιβάλλοντος και πράσινη απασχόληση” (μπορείτε να την κατεβάσετε εδώ) που προετοίμασε το γραφείο του ευρωβουλευτή των Οικολόγων Πράσινων Νίκου Χρυσόγελου.
Αναλυτικά
Ο Νίκος Χρυσόγελος υποστήριξε, παραθέτοντας στοιχεία, την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα σε θέματα προστασίας της βιοποικιλότητας καθώς το 60% των παγκόσμιων οικοσυστημάτων είναι υποβαθμισμένα και ο ρυθμός με τον οποίο εξαφανίζονται τα είδη της βιοποικιλότητας είναι 1.000 μεγαλύτερος σήμερα απ ότι στους προ-βιομηχανικούς καιρούς[2]. Για να μειωθεί ο κίνδυνος της εξαφάνισης των ειδών και για να προστατευτεί αποτελεσματικά η παγκόσμια βιοποικιλότητα χρειαζόμαστε 76 δις δολάρια το χρόνο μέχρι το 2020[3], το οποίο αντιπροσωπεύει το 1% της αξίας των υπηρεσιών των οικοσυστημάτων που χάνονται κάθε χρόνο και ΜΟΛΙΣ το 20% των ετήσιων παγκόσμιων δαπανών για αναψυκτικά[4].
«Τα οικοσυστήματα προσφέρουν υπηρεσίες που έχουμε υποτιμήσει» ανέφερε ο Ν. Χρυσόγελος αποδεικνύοντας με στατιστικά δεδομένα ότι η προστασία της βιοποικιλότητας είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας και τη δημιουργίας θέσεων εργασίας αλλά και βασική προϋπόθεση για τη οικολογικά και κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη. Αναφέρθηκε μάλιστα σε έκθεση που εκπονήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις “κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής για τη βιοποικιλότητα“[5] που εκτιμά ότι το 35% των θέσεων εργασίας (927 εκ. δουλειές) στις αναπτυσσόμενες χώρες και το 7% των θέσεων εργασίας (14,6 εκ. δουλειές) στην ΕΕ εξαρτώνται από τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων. Το κείμενο εργασίας της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος “χρηματοδότηση περιοχών Natura 2000”[6] τονίζει ότι σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις η ροή των παροχών από το χερσαίο δίκτυο Natura 2000 είναι της τάξης των € 200 έως € 300 δις / έτος – ή 2-3% του ΑΕΠ της ΕΕ, ενώ το κόστος του είναι μόλις € 5,8 δις / έτος.
Επιπλέον, παρέθεσε στοιχεία που της μελέτης “Estimating the Overall Economic Value of the Benefits provided by the Natura 2000 Network”[7] σύμφωνα με την οποία οι δαπάνες των επισκεπτών που προκύπτουν από τις εκτιμώμενες επισκέψεις ανά έτος σε περιοχές Natura 2000 είναι της τάξης των € 50- 85 δις ανά έτος και υποστηρίζουν άμεσα και έμμεσα μεταξύ 4,5 και 8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη τα οφέλη από τις θαλάσσιες περιοχές Natura 2000 εκτιμώνται στα € 1.4-1.5 εκ. / έτος, ποσό που μπορεί να ανέβει στα € 6-6.5 εκ. εφόσον το 20% των περιοχών αυτών προστατευθεί αποτελεσματικά. Οι περιοχές Natura 2000 εκτιμάται ότι φιλοξενούν 1.2-2.2 εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο και τα ψυχαγωγικά οφέλη των περιοχών Natura 2000 εκτιμώνται στα 5-9 δις ευρώ[8]. Τέλος, μια πρόσφατη μελέτη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή[9] εκτιμά ότι το κόστος της μη εφαρμογής της υπάρχουσας νομοθεσίας για το περιβάλλον και των μελλοντικών στόχων της βιοποικιλότητας είναι € 50 δις / έτος.
Παρουσιάζοντας τις ευρωπαϊκές πολιτικές και τα χρηματοδοτικά εργαλεία ο Przemyslaw Oginski, εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναφέρθηκε στη δυνατότητα επενδύσεων σε περιοχές Natura 2000 – για την φύση και τον άνθρωπο κι ανέλυσε τους 6 έξι στόχους της πολιτικής της ΕΕ που σκοπό θα έχουν:
- την εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το Natura 2000
- την υιοθέτηση συνολικής πολιτικής για τα οικοσυστήματα
- την ενίσχυση της συνείδησης προστασίας της βιοποικιλότητας στον αγροτικό τομέα και τη δασοπονία
- την ενίσχυση της πολιτικής για την αλιεία
- την καταπολέμηση των ξένων ειδών – εισβολέων στα οικοσυστήματα
- την προστασία της βιοποικιλότητας από παγκόσμια δίκτυα
Πρότεινε την ανάγκη εφαρμογής μιας νέας στρατηγικής σχετικά με τα οικονομικά των οικοσυστημάτων και τη βιοποικιλότητα με στόχου έως το 2020 οι υπηρεσίες τους διατηρηθούν και να εμπλουτιστούν με πράσινες υποδομές, με σκοπό την αποκατάσταση του 15% των φυσικών περιοχών. Αυτό θα επιτευχθεί με τη χαρτογράφηση και αποτίμηση των οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών ως το 2014 και την εγγραφή τους σε εθνικό μητρώο μεταξύ άλλων.
Η καθηγήτρια Βιολογίας στο ΑΠΘ και πρόεδρος της Επιτροπής ‘Φύση 2000’, Δέσποινα Βώκου παρουσίασε την εφαρμογή του δικτύου Natura 2000 στην Ελλάδα και αναφέρθηκε στα μοναδικά χαρακτηριστικά της βιοποικιλότητας στη χώρα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν συγκριτικό πλεονέκτημα στο πλαίσιο της Ευρώπης. Σε σχέση με το δίκτυο Natura 2000, η Δ. Βώκου ανέφερε ότι η Ελλάδα φιλοξενεί 303 είδη φυτών και ζώων (εκτός των πουλιών) και 91 τύπου οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος. Σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία οι Τόποι Κοινοτικής Σημασίας θα πρέπει σε έξι χρόνια να μετατραπούν σε Ειδικές Ζώνες Διατήρησης. Η προθεσμία αυτή ήταν τον περασμένο Σεπτέμβριο αλλά ακόμα δεν έχει γίνει τίποτα σχετικά με τη διαχείρισή τους. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 29 Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, αλλά περίπου 70% των περιοχών του δικτύου παραμένουν χωρίς αρμόδιο σχήμα διαχείρισης. Τόνισε ότι υπάρχει έλλειμμα στη θεσμική θωράκιση των προστατευόμενων περιοχών, περιορισμένη πολιτική και διοικητική στήριξη των φορέων διαχείρισης, ενώ η φύλαξη των προστατευόμενων περιοχών είναι επίσης ένα θέμα για το οποίο πρέπει να υπάρξει σοβαρή μέριμνα. Με την πολιτική των συγχωνεύσεων 20 από τους υφιστάμενους φορείς γίνονται 9, καταργούνται 4, ενώ παραμένουν ως έχουν μόνο 5. Υπάρχει ανάγκη λειτουργικής αναδιάρθρωσης του εθνικού συστήματος προστατευόμενων περιοχών, αλλά αφού προσδιοριστούν ανάγκες και στόχοι και όχι με βιαστικά και αυθαίρετα κριτήρια, ενώ τόνισε ότι η Ελλάδα πέτυχε να συμπεριλάβει στις προστατευόμενες περιοχές το 27% της έκτασης της χώρας όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 17,5%.
Ο περιφερειακός σύμβουλος Δ. Ελλάδας, Κώστας Παπακωνσταντίνου τόνισε τη δυσκολία κατανόησης της αξίας προστασίας της βιοποικιλότητας από τις τοπικές κοινωνίες και ιδιαίτερα από τους αιρετούς εκπροσώπους. Σχετικά με τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών και την απασχόληση, ο Κ. Παπακωνσταντίνου πρότεινε την ανάγκη αύξησης των φορέων από 29 σε 50, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι 1000 άτομα προσωπικό δεν είναι μεγάλος αριθμός σε σχέση με το έργο που παράγουν, κάτι που θα κάλυπτε περίπου 150 περιοχές προστασίας. Μεταξύ άλλων ο Κ. Παπακωνσταντίνου επεσήμανε την ανάγκη να ισχυροποιηθεί το δίκτυο Natura 2000 με διαχειριστικά σχέδια και μελέτες για τις περιοχές προϋποθέσεις και τα δύο για την εξασφάλιση χρηματοδότησης από την ΕΕ, ζήτησε να αυξηθούν οι συμμετοχές σε προγράμματα LIFE και πρότεινε να ενταχθούν οι δραστηριότητες των φορέων διαχείρισης στις καθημερινές εργασίες της κάθε περιοχής. Ο Κ. Παπακωνσταντίνου ανέφερε χαρακτηριστικά ότι όσοι επιθυμούν «μεγάλα έργα» θα πρέπει να σκεφτούν ότι η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων – όπως και η επαναδημιουργία κατεστραμμένων υγροτόπων – είναι κι αυτή μεγάλο έργο.
Η Ιόλη Χριστοπούλου, υπεύθυνη πολιτικής για το φυσικό περιβάλλον, WWF-Ελλάς), τόνισε ότι ενώ πρόκειται για μια ίσης κλίμακας κρίση συγκρίνοντας την οικονομική με την περιβαλλοντική και οι απώλειες στις χρηματιστηριακές αγορές είναι συγκρίσιμες με τις διαθέσιμες εκτιμήσεις για την απώλεια στη βιοποικιλότητα, η πρώτη προκαλεί άμεση αντίδραση – με τη δυνατότητα ανάκαμψης – ενώ η δεύτερη παραμένει αφανής και δυστυχώς με πιθανές μη αναστρέψιμες επιπτώσεις. Σε αυτή την περίοδο κρίσης, η διατήρηση και αξιοποίηση του φυσικού κεφαλαίου πρέπει να ενισχυθεί και όχι να αποδυναμώνεται ώστε να αποτελέσει μια γερή και υγιή βάση για ένα πιο πράσινο μέλλον στην Ελλάδα ανέφερε η Ι. Χριστοπούλου φέρνοντας ως επιτυχή παραδείγματα τη μαστίχα της Χίου και τον κρόκο της Κοζάνης αλλά και το πρόγραμμα διαχείρισης στη Δαδιά. Στα παραδείγματα αυτά αξιοποιήθηκε η μοναδικότητα της βιοποικιλότητας της περιοχής προσφέροντας θέσεις εργασίας στις τοπικές κοινωνίες. Η κρίση δημιουργεί εμπόδια αλλά δίνει και ευκαιρίες για πράσινη εναλλακτική βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο Patrick Ten Brink εκπρόσωπος του Ινστιτούτου για την Ευρωπαϊκή Πολιτική για το Περιβάλλον (IEEP) (http://www.ieep.eu/), παρουσίασε την αναγκαιότητα προστασίας της βιοποικιλότητας ως προϋπόθεση της πράσινη οικονομία αναφέροντας χαρακτηριστικά στοιχεία όπως ότι στη Μαύρη Θάλασσα το 1980 η εμφάνιση είδους εισβολέα στο θαλάσσιο οικοσύστημα είχε σαν αποτέλεσμα να χαθούν 150.000 θέσεις εργασίας στην αλιεία. Ο Patrick Ten Brink αναφερόμενος στα οικονομικά της φύσης (http://www.teebtest.org/) και στα αποτελέσματα του Natura 2000 ανέφερε ότι στην Ισπανία υπολογίζεται ότι απέδωσε αύξηση μεταξύ 0,1-0,26% του ΑΕΠ και 12.792 θέσεις εργασίας, σε περιοχές όπως η Ανδαλουσία, η Αραγονία και τα Κανάρια νησιά ακόμη καλύτερα με αύξηση από 0,26 έως 0,44% του ΑΕΠ και από 1346 έως 5937 θέσεις εργασίας. Το εθνικό πάρκο Wattenmeer στη Γερμανία προσελκύει το 23% των τουριστών της περιοχής και φέρνει πάνω από 100 εκατ. ευρώ έσοδα. Στη Φιλανδία τα εθνικά πάρκα υπολογίζεται ότι απέφεραν 70,1 εκατ ευρώ έσοδα ενώ γενικά υπολογίζεται ότι η δημόσια επένδυση 1 ευρώ στις προστατευόμενες περιοχές αποδίδει 20 ευρώ.
Ο Ignace Shops, μέλος ΔΣ EUROPARC Federation και διευθυντής του εθνικού πάρκου Hoge Kempen National Park, Βέλγιο, http://www.europarc.org, παρουσίασε το μεγαλύτερο δίκτυο εθνικών πάρκων στην Ευρώπη, το EUROPARC, με τη συμμετοχή 400 μελών από 36 χώρες. Η συμβολή τους στην πράσινη οικονομία είναι εμφανής αν αναλογιστούμε ότι στο πλαίσιο πάντα της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης υπάρχουν 107 πιστοποιημένα εθνικά πάρκα σε 13 ευρωπαϊκές χώρες. Τέσσερα εκατομμύρια κάτοικοι ζουν στις περιοχές αυτές και 3206 οργανισμοί και ιδιωτικές επιχειρήσεις συνεργάζονται σε δραστηριότητες συναφείς με τα εθνικά παρκα, τα οποία δέχονται ετησίως 73 εκατομμύρια επισκέπτες. Υπολογίζεται ότι επενδύονται 441 εκατομμύρια ευρώ στις προστατευόμενες περιοχές ενώ παράγονται και διακινούνται 700 τοπικά προϊόντα στο πλαίσιο πάντα της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης.
Η Nicole Nowicki εκπρόσωπος του Eurosite (http://www.eurosite.org/), περιέγραψε το δίκτυο που στο πλαίσιο του Natura 2000 εκτείνεται από τη Φινλανδία ως τον Ατλαντικό και αποτελεί παράδειγμα διαχειριστικής πρακτικής από το 1989 με στόχο την ενίσχυση της πράσινης οικονομίας και των θέσεων απασχόλησης. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στο πρόγραμμα για τους ερωδιούς που ενίσχυσε τη συνεργασία μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν αλλά και επιμέρους ομαδικές εργασίες στις οποίες πήραν μέρος ειδικοί στην εκπόνηση και διαχείριση περιβαλλοντικών σχεδιασμών σε συνεργασία με αγρότες, δασοκόμους και εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για το ανθρώπινο δυναμικό που αξιολογεί αυτό που διαθέτουμε και συμβάλλει στη διατήρηση, διαχείριση και προβολή του κεφαλαίου της βιοποικιλότητας.