Με εξαφάνιση απειλείται ένα από τα σπανιότερα είδη της ελληνικής πανίδας, που έχει έναν από τους βιοτόπους του στην οροσειρά της Βόρειας Πίνδου και στο Γράμμο. Ο πληθυσμός του αγριόγιδου σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν από επίσημες καταγραφές μειώνεται συνεχώς και τουλάχιστον στην περιοχή του Γράμμου δεν ξεπερνά τα 50 άτομα. Βασική αιτία για τη μείωση του πληθυσμού, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους περιβαλλοντικές οργανώσεις και φορείς, είναι η λαθροθηρία που ασκείται από ντόπιους, καθώς επίσης όμως και από Αλβανούς λαθροθήρες, που θεωρούν ως ιδιαίτερο προνόμιο και πρεστίζ, να κυνηγούν και να σκοτώνουν το αγριόγιδο, καθώς για τη θήρευσή του χρειάζεται να σκαρφαλώσει σε απόκρημνες περιοχές με κίνδυνο και για τη σωματική του ακεραιότητα.
Ο βιολόγος Χαριτάκης Παπαϊωάννου, που εκπόνησε μελέτη για τα οπληφόρα ζώα στο πλαίσιο έρευνας του Αρκτούρου για την παρακολούθηση ειδών της πανίδας στο Γράμμο σε δήλωσή του στο ΑΠΕ, σημειώνει μεταξύ άλλων πως από τη στιγμή που ο λαθροθήρας εντοπίσει τον βιότοπο του αγριόγιδου μπορεί εύκολα να το σκοτώσει, αφού τουλάχιστον τα θηλυκά δεν τον εγκαταλείπουν ποτέ και κινούνται σε μία απόσταση ενός έως τριών χιλιομέτρων.
Στην περιοχή του Γράμμου που αποτέλεσε το αντικείμενο της σχετικής καταγραφής πριν από μερικούς μήνες ανασύρθηκε σώος από την ΕΜΑΚ, αλλά τραυματισμένος ένας Αλβανός λαθροθήρας που έπεσε σε χαράδρα, στην προσπάθειά του να κυνηγήσει μαζί με άλλους, αγριόγιδα, έχοντας μπει στο ελληνικό έδαφος από τη γειτονική χώρα.
Χθες, βρέθηκε στα Γιάννινα ο διευθυντής της περιβαλλοντικής οργάνωσης Αρκτούρος Λάζαρος Γεωργιάδης που αναφέρθηκε στο θέμα και στη συνεχώς μειούμενη τάση του πληθυσμού του αγριόγιδου.
«Η καταγραφή αυτή στο Γράμμο δείχνει, ότι τα στοιχεία δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικά. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλά κρούσματα λαθροθηρίας από Έλληνες και από προσβάσεις προς το ελληνικό έδαφος που έχουν οι Αλβανοί. Η μεγάλη μας δυσκολία είναι πως θα προχωρήσουμε στην υλοποίηση δράσεων παρακολούθησης και προστασίας του πληθυσμού. Η Ελλάδα έχει μία από τις μεγαλύτερες βιοποικιλότητες της Ευρώπης, όμως τα μέτρα που λαμβάνει για την προστασία της είναι ελάχιστα. Το σημαντικό είναι να λειτουργεί το σύστημα φύλαξης των δασικών υπηρεσιών και φυσικά οι Φορείς Διαχείρισης που συγκροτήθηκαν γι’ αυτόν το σκοπό όμως σήμερα αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα λειτουργίας. Η λαθροθηρία των απειλούμενων ειδών και εκείνων που απαγορεύεται σαφώς η θήρευσή τους, δεν απασχολεί μόνο τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, αλλά και τους ίδιους τους κυνηγούς σε ολόκληρη τη χώρα. Το αναγνωρίζουν οι ίδιοι ως πρόβλημα, αφού προκαλεί και στους ίδιους ζημιά, το γεγονός πως συζητείται αυτό το θέμα», σημείωσε ο κ. Γεωργιάδης.
Ελαφρώς καλύτερα φαίνεται πως είναι τα πράγματα για τον πληθυσμό του αγριόγιδου στον εθνικό δρυμό Βίκου – Αώου, όπου παρατηρείται μία αυξητική τάση.
Λιγότερα από 1000 τα αγριόγιδα σε ολόκληρη την Ελλάδα
Tο αγριόγιδο που ζει στην Ελλάδα ανήκει στο υποείδος Rupicapra rupicapra balcanica και είναι ένα από τα απειλούμενα ζώα της βαλκανικής χερσονήσου. Ένα από τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα είναι τα όρθια κέρατα με κυρτές απολήξεις.
Το τρίχωμα του σώματός του από καφέ ανοιχτό το καλοκαίρι μετατρέπεται σε σκούρο καφέ το χειμώνα ενώ στο λευκό κεφάλι φέρει δυο σκούρες πλευρικές λωρίδες. Το βάρος του κυμαίνεται από 28 έως 45 κιλά και υπό φυσιολογικές συνθήκες ζει από 15 έως 20 χρόνια.
Ιδανικός βιότοπος για το αγριόγιδο είναι οι απότομες δασωμένες πλαγιές που καταλήγουν σε απόκρημνες κορυφές. Το αγριόγιδο σήμερα ζει σε επτά διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας: Βόρεια Πίνδος, Κεντρική-Νότια Πίνδος, Στερεά Ελλάδα, Όλυμπος, Ροδόπη, Τζένα-Πίνοβο και Νεμέρτσικα. Στις παραπάνω περιοχές το είδος συγκεντρώνει 19 πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες συνολικά αριθμούν περίπου 700 άτομα.
Το είδος θεωρείται σπάνιο, ακόμη και στις περιοχές που συγκεντρώνει τις υψηλότερες πληθυσμιακές πυκνότητες για τα ελληνικά δεδομένα. Οι πληθυσμοί δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, σχεδόν, σε όλες τις περιοχές.
Το αγριόγιδο τρέφεται κυρίως με διάφορα ποώδη φυτά αλλά συμπληρωματικά και με φύλλα, κλαδάκια δέντρων και λειχήνες. Ζευγαρώνει τους φθινοπωρινούς μήνες και γεννά ένα ή σπανιότερα δύο μικρά το Μάϊο. Τα αρσενικά εγκαταλείπουν το κοπάδι της μητέρας τους σε ηλικία 2-3 χρόνων. Στην ηλικία των 8-9 ετών, που συμπίπτει με την έναρξη της αναπαραγωγικής ηλικίας, εγκαθίστανται στη δική τους επικράτεια. Ζουν μεμονωμένα, εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής, οπότε προσεγγίζουν τα θηλυκά της επικράτειάς τους. Τα θηλυκά με τα μικρά τους σχηματίζουν κοπάδια, που στην Ελλάδα, αποτελούνται συνήθως από 5 ως 15 άτομα (σπάνια ως 30), ενώ σε άλλες χώρες και σε περιοχές με υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν και τα 100 άτομα στο ίδιο κοπάδι.
Το μεγαλύτερο μέγεθος των κοπαδιών παρατηρείται στο τέλος του καλοκαιριού και στην αρχή του φθινοπώρου. Την εποχή αυτή κι ως το τέλος του φθινοπώρου, απαντώνται στις ψηλότερες υψομετρικά περιοχές του βιοτόπου τους ενώ το χειμώνα κατεβαίνουν στις απόκρημνες δασωμένες πλαγιές. Μετά την άνοιξη και καθώς το χιόνι λιώνει, τα αγριόγιδα σταδιακά ανεβαίνουν ολοένα και ψηλότερα.
Είναι το μοναδικό άγριο οπληφόρο, που απαντάται σε μόνιμη βάση στις απόκρημνες πλαγιές, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στα μεγάλα υψόμετρα και πάνω από τα όρια των δασών.
Το αγριόγιδο, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, αποτελεί προστατευόμενο είδος και το κυνήγι του απαγορεύεται σε όλη την ελληνική επικράτεια. Επίσης, περιλαμβάνεται στην κατηγορία «Σπάνια» του Κόκκινου Βιβλίου των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας.
Οι σημερινές απειλές ανά ζωτικό πυρήνα εξάπλωσης του είδους είναι, μεταξύ άλλων, το παράνομο κυνήγι, η χάραξη των ορίων καταφυγίων άγριας ζωής χωρίς να λαμβάνονται υπόψη δεδομένα για την εξάπλωση και χρήση του χώρου από το αγριόγιδο, η διάνοιξη δασικών και ορεινών δρόμων και η ενόχληση από επισκέπτες.
Σταθερός ο πληθυσμός της καφέ αρκούδας
Ιδιαίτερη αναφορά ωστόσο έκανε ο διευθυντής του Αρκτούρου στα στοιχεία που υπάρχουν για τον πληθυσμό της καφέ αρκούδας στους βιοτόπους της στην ευρύτερη περιοχή.
Ο Αρκτούρος ξεκινά το επόμενο διάστημα την πρώτη γενετική καταγραφή στην Ελλάδα, κάτι που θα επιτρέψει στην πορεία των ετών να υπάρχει μια σαφής και ασφαλής βάση δεδομένων για τον αριθμητικό πληθυσμό των αρκούδων.
Ο κ. Γεωργιάδης σημείωσε πάντως πως η γενική εικόνα είναι πως υπάρχει σταθερότητα και βελτίωση του πληθυσμού, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό και για την αρκούδα, αλλά και για τους κατοίκους της υπαίθρου που είναι πλέον περισσότερο ευαισθητοποιημένοι.
Δεν προωθούνται τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα
Μία από τις παραμέτρους ωστόσο που αναμένεται να επιδράσει καθοριστικά την μελλοντική συνύπαρξη του ανθρώπου με την καφέ αρκούδα είναι και η προωθούμενη περικοπή, για οικονομικούς καθαρά λόγους, των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, όπως είναι η τοποθέτηση ηλεκτροβόρων περιφράξεων αλλά και η εκτροφή ελληνικού ποιμενικού.
«Οι μελισσοκόμοι και οι κτηνοτρόφοι δεν είναι το πρόβλημα, αλλά το ότι τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα δεν αντιμετωπίστηκαν όπως έπρεπε από την πολιτεία. Εάν μάλιστα καταργηθούν, τότε θα πάμε προς τα πίσω στην προσπάθεια που κάναμε για τη συνύπαρξη του ανθρώπου και της αρκούδας. Θα είναι πλήγμα γιατί έχει αποδειχθεί ότι τα μέτρα αυτά είναι χρήσιμα. Μέχρι σήμερα σώσαμε την ιδέα του ελληνικού ποιμενικού, αλλά για να σώσουμε και την ίδια τη φυλή θέλουμε χρόνο», σημείωσε ο κ. Γεωργιάδης.
Τέλος, αναφέρθηκε στην επίδραση των μεγάλων οδικών αξόνων, όπως η Εγνατία στον βιότοπο της αρκούδας, κάνοντας λόγο για καθυστέρηση από την πλευρά του υπουργείου.
«Είχαμε ζητήσει να ολοκληρωθεί η ενίσχυση της περίφραξης σε ένα τμήμα 500 μέτρων της Εγνατίας στο τμήμα Γρεβενά – Παναγιά, δυστυχώς όμως δεν έγινε. Και είναι κρίμα γιατί υπάρχει ένα δίκτυο περασμάτων για την πανίδα και το μόνο που λείπει είναι η ενίσχυση της περίφραξης», κατέληξε.