Οι Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών αποτελούν τα εργαλεία της ελληνικής πολιτείας για τη διαχείριση και διοίκηση των σημαντικότερων προστατευόμενων περιοχών της χώρας μας. Εκείνων, δηλαδή, των περιοχών που αποτελούν τα διαμάντια της ελληνικής φύσης και τους κύριους θώκους της ελληνικής βιοποικοιλότητας. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται Εθνικοί Δρυμοί, Γεωπάρκα, τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους κ.ά., αντιστοιχώντας στο 27% περίπου των περιοχών του Δικτύου Natura 2000.
Αν και οι Φορείς Διαχείρισης σχεδιάστηκαν από την ελληνική πολιτεία με πρωτοποριακό για την εποχή τρόπο (Ν. 2742/99), προβλέποντας τη δυνατότητα συμμετοχής του συνόλου σχεδόν των φορέων κάθε περιοχής στα Διοικητικά τους Συμβούλια, με σκοπό την ευρεία συμμετοχή και διαβούλευση των τοπικών κοινωνιών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, εντούτοις στην πράξη αποδεικνύεται ότι ο σχεδιασμός αυτός έμεινε, δυστυχώς, στα χαρτιά. Τα χρόνια που ακολούθησαν την σύστασή τους (Ν. 3044/2002) μέχρι και σήμερα, οι Φορείς Διαχείρισης κλήθηκαν να ανταποκριθούν στο εξαιρετικά σημαντικό έργο που τους ανατέθηκε. Στην πορεία αυτή, αντιμετώπισαν και ανταπεξήλθαν σε μια σειρά από πολύ σημαντικά εμπόδια, ξεκινώντας από την ενεργοποίηση και επίτευξη της λειτουργίας τους με τη στελέχωση, την οργάνωση και τη δομή που αρμόζει σε μία σοβαρή δημόσια υπηρεσία μέχρι τη σταδιακή και με κόπο αντιστροφή ενός πραγματικά αρνητικού κλίματος που επικρατούσε εκείνη την εποχή στις τοπικές κοινωνίες για το θεσμό των προστατευόμενων περιοχών. Πάνω από όλα όμως, είχαν να αντιμετωπίσουν την ουσιαστική εγκατάλειψη από την πολιτική ηγεσία, τόσο σε θεσμικό και οργανωτικό επίπεδο, όσο και σε οικονομικό.
Παρά τις δυσκολίες, οι Φορείς Διαχείρισης στηριζόμενοι κυρίως στο ζήλο των εργαζομένων τους (η συντριπτική πλειοψηφία με συμβάσεις ορισμένου χρόνου μέσω ΑΣΕΠ) αλλά και των άμισθων διοικήσεών τους (Πρόεδροι και μέλη Δ.Σ.), κατάφεραν σταδιακά να αναστρέψουν σε μεγάλο βαθμό την αρχικά αρνητική στάση των τοπικών κοινωνιών, αναδεικνύοντας μέσα από τις διαχειριστικές τους δράσεις τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχουν οι προστατευόμενες περιοχές, καθώς και τις αναπτυξιακές ωφέλειες που μπορούν να προκύψουν για τις τοπικές οικονομίες, πέραν των προφανών από τη προστασία της ίδιας της βιοποικιλότητας. Οι Φορείς μπορούν να είναι περήφανοι ότι αυτή η σημαντική αλλαγή στάσης που επετεύχθη αντιμετώπισε ένα σημαντικό εμπόδιο στην άσκηση ολοκληρωμένης διαχείρισης. Σχεδόν για μια δεκαετία τώρα, έχουν ενισχύσει έντονα τόσο την υπόστασή τους όσο και τον προστατευτικό και αναπτυξιακό τους ρόλο και είναι πλέον αποδεκτοί από τις τοπικές κοινωνίες, λειτουργώντας πολλές φορές ως αρωγοί και υποστηρικτές για αυτές.
Εκείνο όμως το εμπόδιο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, όσες προσπάθειες και αν έχουν γίνει, είναι η πλήρης απαξίωση από την ελληνική πολιτεία, ήτοι από τον ίδιο τους το δημιουργό που διαχρονικά τους αντιμετωπίζει ως ξένο σώμα, αρνούμενο πεισματικά να τους στηρίξει στοιχειωδώς με τα απαραίτητα εργαλεία.
Όλα τα χρόνια, οι Φορείς Διαχείρισης λειτούργησαν και συνεχίζουν να λειτουργούν, στηριζόμενοι αποκλειστικά στη χρηματοδότηση από κοινοτικά κονδύλια (Γ΄ΚΠΣ, ΕΣΠΑ) χωρίς καμία απολύτως στήριξη από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το ‘χαρτζιλίκι’ από το Πράσινο Ταμείο (2011-2013) δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, ιδιαιτέρως αν συνυπολογίσει κανείς την ανελαστική και μη πρακτική διαδικασία, μέσα από την οποία αυτό διατίθεται, παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις και προτάσεις για βελτίωση του σχετικού μηχανισμού. Οι εργαζόμενοι, συνήθως απλήρωτοι για μεγάλο χρονικό διάστημα και στο σύνολό τους (πλην έξι εξαιρέσεων) συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, είναι αυτοί που καλούνται να σηκώσουν το βάρος της διαχείρισης του 27% των προστατευόμενων περιοχών και της τήρησης των υποχρεώσεων της χώρας μας που απορρέουν από τις κοινοτικές οδηγίες (92/43/ΕΟΚ & 79/409/ΕΟΚ), συνεπικουρούμενοι από ‘εθελοντές’ Προέδρους και μέλη Δ.Σ.
Διατηρούμε την πραγματικά θλιβερή παγκόσμια πρωτιά ως χώρα, να μιλάμε (σοβαρά;) για διαχείριση προστατευόμενων περιοχών χωρίς την ύπαρξη τακτικού προσωπικού και την χρηματοδότηση από τον τακτικό προϋπολογισμό, απαραίτητες προϋποθέσεις για την εξασφάλιση συνέχειας και σταθερότητας στις εφαρμοζόμενες διαχειριστικές πρακτικές. Βεβαίως, για το υπόλοιπο 73% των προστατευόμενων περιοχών δεν γίνεται καν λόγος, καθώς αυτό παραμένει χωρίς κανένα σχήμα διοίκησης και διαχείρισης, εγκαταλειμμένο στην τύχη του.
Σε θεσμικό επίπεδο, η εικόνα είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, απογοητευτική. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι προστατευόμενες περιοχές δεν έχουν το απαιτούμενο θεσμικό πλαίσιο/θωράκιση που ορίζει η σχετική περιβαλλοντική νομοθεσία. Δεν έχουν εκδοθεί, δηλαδή, τα απαραίτητα Προεδρικά Διατάγματα χαρακτηρισμού των περιοχών, δεν έχουν εκδοθεί οι Κανονισμοί Διοίκησης και Λειτουργίας, ούτε βέβαια οι προδιαγραφές σύνταξης Διαχειριστικών Σχεδίων που ορίζονται στον Ν. 3937/2011, οι οποίοι, σημειωτέον, θα έπρεπε να είχαν εκδοθεί μέχρι το Μάρτιο του 2012.
Ένα από τα σημαντικότερα έργα που υλοποιούν οι Φορείς Διαχείρισης, αποτελεί η Επιστημονική Παρακολούθηση ειδών πανίδας, χλωρίδας και τύπων οικοτόπων, σε εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών. Οι πολύμηνες καθυστερήσεις του ΥΠΕΚΑ που ξεκινούν από την έγκριση των Τεχνικών Δελτίων Προτεινόμενων Πράξεων μέχρι τις προεγκρίσεις τευχών διαγωνισμών και των σχετικών Συμβάσεων, έχουν ως αποτέλεσμα την πλήρη αδυναμία τήρησης της εθνικής υποχρέωσης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη σύνταξη της εξαετούς έκθεσης παρακολούθησης, καθ’ εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών, γεγονός που είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει σημαντικά πρόστιμα. Η χώρα μας είχε υποχρέωση να παραδώσει την ανωτέρω έκθεση τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους και είναι προφανές πως δεν έχει τα απαιτούμενα στοιχεία για να το πράξει. Δεν θα μας εκπλήξει εάν ακόμα και αυτό το χρεωθούν οι Φορείς Διαχείρισης και όχι αυτοί που πραγματικά ευθύνονται.
Για την πολιτεία όμως, η λύση για όλα τα προβλήματα βρέθηκε!!! Από τον Ιανουάριο του 2103 αποτελούν νόμο του κράτους (Ν. 4109/2013) οι συγχωνεύσεις και καταργήσεις των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών. Οι καταργήσεις Φορέων Διαχείρισης (ακόμα και νεοσυσταθέντων, όπως αυτός της Λίμνης Καστοριάς μόλις λίγους μήνες μετά την ίδρυσή του) και οι συγχωνεύσεις που, μεταξύ άλλων, θα οδηγήσουν στη δημιουργία νέων σχημάτων που θα κληθούν να διαχειριστούν προστατευόμενες περιοχές, σε κάποιες περιπτώσεις άνω των τριών εκατομμυρίων στρεμμάτων ή σε πολλές περιπτώσεις εντελώς διαφορετικού αντικειμένου (υγροτοπικά οικοσυστήματα μαζί με ορεινά οικοσυστήματα) θα δώσει, σύμφωνα με τους εισηγητές/εμπνευστές του νομοσχεδίου, τη λύση για τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών και την εξοικονόμηση πόρων σε δημοσιονομικό επίπεδο. Το παράδειγμα της συγχώνευσης του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς με αυτόν της Καρπάθου-Σαρίας είναι κάτι περισσότερο από χαρακτηριστικό παράδειγμα της φωτεινής σοφίας που επικράτησε κατά το νέο σχεδιασμό για τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών.
Οι καταργήσεις και συγχωνεύσεις Φορέων Διαχείρισης θα έχουν όμως και σημαντικά ‘οφέλη’ για τις προστατευόμενες περιοχές, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την πολυπόθητη ανάπτυξη. Σχεδιαζόμενα ενεργειακά και όχι μόνο έργα εντός προστατευόμενων περιοχών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκτροπή του Αώου, θα βρουν μπροστά τους ακόμη περισσότερο απαξιωμένους και αποδυναμωμένους Φορείς Διαχείρισης που θα έχουν να διαχειριστούν τεράστιες εκτάσεις χωρίς καμία γεωγραφική ή άλλη συνοχή. Το όλο εγχείρημα αρχίζει πλέον να αποκτά λογική!!!
Αφού το Υπουργείο ΠΕΚΑ με τον νόμο των συγχωνεύσεων και των καταργήσεων έλυσε όλα τα προβλήματα των προστατευόμενων περιοχών και των Φορέων Διαχείρισης, πλέον, με ελάχιστες εξαιρέσεις, φαίνεται πως δεν σκοπεύει να ασχοληθεί σοβαρά με τα μικρά τρέχοντα προβλήματα που αυτοί αντιμετωπίζουν. Το γεγονός ότι έχει επιβληθεί γενική παύση πληρωμών από 18/4 η οποία έχει αρθεί από τις 30/5 μόνο για 7 Φορείς Διαχείρισης, μάλλον δεν απασχολεί σοβαρά κανέναν. Ούτε βέβαια ότι οι εργαζόμενοι για ακόμα μία φορά είναι απλήρωτοι από τρεις έως έξι μήνες, αντιμετωπίζοντας σοβαρό βιοποριστικό πρόβλημα. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά. Αποτέλεσμα της παύσης πληρωμών είναι οι Φορείς Διαχείρισης να αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαραίτητες για τη λειτουργία τους, πάγιες λειτουργικές ανάγκες καθώς και στην ομαλή υλοποίηση του προγράμματος για το οποίο είναι υπεύθυνοι μέσω του ΕΠΠΕΡΑΑ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ‘Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη’), όπως καύσιμα & έξοδα συντήρησης για τα οχήματα φύλαξης, λογαριασμοί ΔΕΗ, ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών κ.λπ., μισθοδοσία του προσωπικού, ασφαλιστικές και φορολογικές εισφορές, οφειλές αναδόχων έργων, μελετών, υπηρεσιών και προμηθειών κ.ά.
Οι συνέπειες είναι πολλές, με κυριότερες την αδυναμία υλοποίησης της επόπτευσης – φύλαξης εν μέσω αντιπυρικής περιόδου, την επιβολή προστίμων, λόγω καθυστέρησης καταβολής των ασφαλιστικών και φορολογικών εισφορών, την εύλογη δυσφορία και δικαιολογημένη απειλή εκ μέρους των αναδόχων έργων, μελετών υπηρεσιών και προμηθειών για δικαστικές προσφυγές, ένεκα της μη καταβολής των οφειλομένων τους, τη δημιουργία εντυπώσεων στις τοπικές κοινωνίες ότι οι Φ.Δ. είναι ασυνεπείς ως προς τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, γεγονός που υποβαθμίζει τις με τόσο κόπο εδραιωμένες σχέσεις τους με τους Φ.Δ., και πολλά άλλα. Η καθυστέρηση (πολλές φορές πάνω από δέκα μήνες) κατά την διαδικασία των προεγκρίσεων τευχών διαγωνισμών και συμβάσεων και ο πρόσφατος ορισμός των Φορέων Διαχείρισης ως υπολόγων-διαχειριστών των έργων του ΕΠΠΕΡΑΑ, που οδήγησε το σύνολο των Προέδρων και των Διοικητικών Συμβουλίων να απειλούν με ομαδικές παραιτήσεις και μάλιστα χωρίς μέχρι σήμερα την οποιαδήποτε λήψη διευκρινιστικών οδηγιών για την ορθή επιτέλεση αυτού του ρόλου, αποτελούν το επιστέγασμα της κατάστασης απαξίωσης και αποδυνάμωσης, στην οποία περιέρχονται σταδιακά (σκοπίμως, θα αναρωτηθεί κάποιος;) οι Φορείς Διαχείρισης με αποκλειστική ευθύνη του εποπτεύοντος Υπουργείου.
Το ζητούμενο ήταν και παραμένει ένα. Η πολιτική βούληση για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας. Η κατάσταση πλέον είναι οριακή. Αποτελεί επιτακτική ανάγκη και ζητείται από τον νέο Υπουργό ΠΕΚΑ να επιδείξει ευαισθησία και αποφασιστικότητα στα θέματα που ταλανίζουν τις προστατευόμενες περιοχές και τους διαχειριστές αυτών. Να επιδείξει την πολιτική βούληση, ώστε να δικαιολογηθεί επιτέλους και η συμμετοχή της έννοιας του Περιβάλλοντος στον τίτλο του Υπουργείου. Η χώρα δεν χρειάζεται μόνο γεωτρήσεις και τρυπάνια για να ανακαλύψει Εθνικό Πλούτο. Πλούτο για αυτήν αποτελούν και οι Προστατευόμενες Περιοχές που έχει τη σπάνια τύχη να διαθέτει και αποτελεί συνταγματικό και, προπάντων, ηθικό χρέος να τις προστατέψει και να τις διαχειριστεί όπως τους αρμόζει.