ΔΕΛΤΙΟΥ ΤΥΠΟΥ 23 – 4 – 2020
Το Υπουργείο Ενέργειας (πρώην Περιβάλλοντος) και η πολιτική του «πονάει χέρι – κόβεις χέρι»
Στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε και με αρκετό χρόνο για σκέψη και προβληματισμό, είναι αδύνατον να μην βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις από την εκάστοτε πολιτική εξουσία της χώρα μας.
Αν και αποτελούσε κοινή διαπίστωση πως το Εθνικό Σύστημα Υγείας αφέθηκε για χρόνια να παραπαίει, με σοβαρές ελλείψεις υλικοτεχνικού εξοπλισμού και κυρίως ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού – που αποτελούν άλλωστε την ψυχή του Ε.Σ.Υ. – εντούτοις, χρειάστηκε μια πανδημία σαν αυτή που ζούμε, για να αρχίσει η Πολιτεία την προσπάθεια να καλύψει τα κενά που είχε το σύστημα. Προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, προμήθεια υλικοτεχνικού εξοπλισμού και αύξηση χρηματοδότησης του Ε.Σ.Υ., αποτελούν τα άμεσα μέτρα που λήφθηκαν ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση του Συστήματος εν μέσω πανδημίας.
Αναπόφευκτα όμως αναρωτιέται κανείς: δεν θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας που θα ήταν πιο κοντά στα αντίστοιχα των ανεπτυγμένων κρατών? Να υπήρχε δηλ. καλύτερη αναλογία πληθυσμού και κλινών ΜΕΘ, μεγαλύτερη στελέχωση και επάρκεια υλικοτεχνικού εξοπλισμού? Γιατί άραγε οι σωστές αποφάσεις σε αυτή την χώρα θα πρέπει να παίρνονται μόνο εν μέσω εκτάκτων και ακραίων καταστάσεων? Ο τομέας της υγείας βεβαίως δεν αποτελεί τον μόνο τομέα που παρατηρείται διαχρονικό έλλειμμα σωστών αποφάσεων και στήριξης από πλευράς της Πολιτείας. Δεν είναι δυνατόν σε αυτή την χώρα να πρέπει πρώτα να καούμε και μετά να πάρουμε αποφάσεις για την δασοπυρόσβεση ή να πνιγούμε για να πάρουμε αποφάσεις για την παράνομη δόμηση, το μπάζωμα των ρεμάτων και την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορονοϊού, η παγκόσμια αγωνία και συζήτηση αφορούσε ακριβώς αυτό το θέμα: την κλιματική αλλαγή ως απόρροια της ρύπανσης και της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος. Τώρα βεβαίως η συζήτηση αυτή σε παγκόσμιο επίπεδο έχει περάσει (προσωρινά μόνο) σε δεύτερη μοίρα… και πιθανώς δικαίως.
Μόνη εξαίρεση αποτελεί το Υπουργείο Ενέργειας (πρώην Περιβάλλοντος) το οποίο εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, εν μέσω καραντίνας, επέλεξε ως καταλληλότερη αυτή τη χρονική στιγμή για να ασχοληθεί «σοβαρά» με το φυσικό περιβάλλον της χώρας, προωθώντας αλλαγές στην διαδικασία Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων, με την αναμόρφωση της νομοθεσίας για τους δασικούς χάρτες, την αδειοδότηση έργων ΑΠΕ, κ.ά., και φυσικά με τους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών της χώρας. Η «ευαισθησία» του Υπουργείου αποτυπώνεται εμπράκτως, καθώς ολοκλήρωσε την διαδικασία «διαβούλευσης» μέσα σε μόλις 14 ημέρες. Εν μέσω πανδημίας. Εν μέσω καραντίνας.
Τι και αν ο αρμόδιος Υπουργός κ. Χατζηδάκης είχε υποσχεθεί στις περιβαλλοντικές ΜΚΟ ότι διαβούλευση θα διαρκούσε όσο χρειαστεί?
Τι και αν το αποτέλεσμα της προηγούμενης δημόσιας διαβούλευσης που ο ίδιος διοργάνωσε εν μορφή ημερίδας στο ΥΠΕΝ στις αρχές του περασμένου Οκτώβρη, ομόφωνα κατέληξε στη διαπίστωση ότι το Εθνικό Σύστημα Προστατευόμενων Περιοχών θα πρέπει να στηριχθεί στους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών οι οποίοι όμως θα επιβάλλεται να στηριχθούν?
Τι και αν η συντριπτική πλειοψηφία των σχεδόν 1600 σχολίων που κατατέθηκαν στην -κατ΄ επίφαση μόνο – διαβούλευση του νομοσχεδίου «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας» ζητούσαν την συνολική απόσυρση του νομοσχεδίου ή στην καλύτερη ασκούσαν δριμεία κριτική?
Η επιμονή του κ. Χατζηδάκη να αλλοιώσει τελείως το υφιστάμενο σύστημα Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης εισάγοντας στη διαδικασία ιδιώτες αξιολογητές και να διαλύσει τους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, προκαλεί αν μη τι άλλο πολλά ερωτηματικά για τις προθέσεις του. Ερωτηματικά που ενισχύονται σε ανησυχητικό βαθμό από την εφαρμοζόμενη πολιτική του «πονάει χέρι – κόβεις χέρι». Ως ο βασικότερος λόγος για την πλήρη διάλυση ενός θεσμού 20 χρόνων, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το Σχ. Νόμου, αποτέλεσε το γεγονός ότι ο θεσμός κρίθηκε ως ανεπαρκής και αναποτελεσματικός γιατί δεν έχει επαρκή στελέχωση και υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Από ποιόν βέβαια κρίθηκε η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα, δεν αναφέρεται. Ούτε γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη οι θετικές αποτιμήσεις του έργου των Φ.Δ.:
- σύμφωνα και με σχετική έκθεση της Επιτροπής Φύσης 2000 η οποία συντάχθηκε το 2011 με τίτλο: «Αξιολόγηση της 10ετούς εφαρμογής του θεσμού των Φ.Δ.» η οποία αποτελεί την μοναδική επιστημονικά οργανωμένη αποτίμηση – αξιολόγηση του θεσμού των Φορέων Διαχείρισης.
- από το Ομόφωνο Πόρισμα του Εθνικού Διαλόγου για το Εθνικό Σύστημα Προστατευόμενων Περιοχών το 2014.
- από το σύνολο όλων όσων συμμετείχαν στην Ημερίδα – Διαβούλευση που οργανώθηκε από το ΥΠΕΝ στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2019.
- από τις Περιβαλλοντικές Μ.Κ.Ο. με την πρόσφατη πρόταση που κατέθεσαν: «Προτάσεις για τη διαχείριση του Εθνικού Συστήματος Προστατευόμενων Περιοχών 4-11-2019»
Αλλά ακόμα και αν όλοι οι παραπάνω, διαχρονικά έκαναν λάθος στην κρίση τους και την μόνη αλήθεια την κατέχει ο Υπουργός και η Επιτροπή που συνέταξε το νομοσχέδιο μέσα από κλειστές και αδιαφανείς διαδικασίες, πάλι παραμένει η απορία γιατί να διαλυθεί ένας θεσμός και δεν θεραπεύονται απλώς τα προβλήματα που τον ταλανίζουν τόσα χρόνια, με λίγες και συγκεκριμένες παρεμβάσεις. Αλήθεια τι εξυπηρετεί η πολιτική πρακτική διάλυσης του θεσμού του Εθνικού Συστήματος Προστατευόμενων Περιοχών, μόνο και μόνο επειδή διαπιστώνει η πολιτική ηγεσία πως δεν έχει επαρκή στελέχωση και υλικοτεχνικό εξοπλισμό.
Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί την εφαρμογή αυτής της πολιτικής στο Εθνικό Σύστημα Υγείας? Ευτυχώς η τακτική αυτή δεν βρήκε μιμητές και στην ηγεσία του Υπ. Υγείας όπου σε διαφορετική περίπτωση ο αρμόδιος υπουργός θα αποφάσιζε την διάλυσή του Ε.Σ.Υ. επειδή θα διαπίστωνε σοβαρές ελλείψεις υλικοτεχνικού εξοπλισμού και προσωπικού.
Όταν όμως η πανδημία του κορονοϊού περάσει και η ανάγκη για την οικονομική ανάπτυξη θα είναι επιτακτική ανάγκη, ως χώρα κινδυνεύουμε σοβαρά να στερηθούμε ένα από συγκριτικά πλεονεκτήματά μας, τον φυσικό πλούτο της χώρας, τα «διαμάντια» του οποίου αποτελούν οι Προστατευόμενες Περιοχές της χώρας, οι οποίες με τις διατάξεις του Σχεδίου Νόμου «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας» θα πληγούν ανεπανόρθωτα.
Βεβαίως, όταν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε ως χώρα τις επικείμενες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες θα είναι συντριπτικά μεγαλύτερες από αυτές της πανδημίας του COVID 19, θα διαπιστώσουμε με θλίψη ότι αντίθετα από την περίπτωση της υγείας όπου εν τέλει στηρίξαμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, στον τομέα του φυσικού περιβάλλοντος είχαμε ένα Εθνικό Σύστημα Προστατευόμενων Περιοχών, είχαμε τους θεματοφύλακες της προστασίας του φυσικού πλούτου της χώρας, τους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, και αντί να τους στηρίξουμε τους διαλύσαμε. Τότε όμως θα είναι – για ακόμη μία φορά σε αυτή την χώρα – αργά.